Page 135 - <4D6963726F736F667420576F7264202D20D3D5CDD4C1CAD4C9CACF20D4C7D320C5CBCBC7CDC9CAC7D320C3CBD9D3D3C1D32E646F63>
P. 135

Η άρνηση, που συνοδεύει την υποτακτική, είναι: µη(ν).
                  Η υποτακτική είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυµίας. Μόνο η πιθανολογική υποτακτική είναι
                  έγκλιση των προτάσεων κρίσεως µε άρνηση: δε(ν).

                  Η υποτακτική χρησιµοποιείται και στις κύριες και στις δευτερεύουσες προτάσεις.

               Γ.  Η προστακτική φανερώνει:

                  α.  την προτροπή:         π. χ. Πάρτε µαζί σας τα βιβλία.
                  β.  την απαγόρευση:       π. χ. Μην καπνίζετε.
                  γ.  την παράκληση:        π. χ. Βοήθησέ µε.
                  δ.  την ευχή:             π. χ. Πήγαινε στο καλό.

                  ε.  την έντονη ενέργεια:   π. χ. ∆ιάβασε, διάβασε, κουράστηκα πια.

                  Η προστακτική χρησιµοποιείται µόνο στις κύριες προτάσεις· δεν απαντάται στις δευτερεύουσες.
                  Είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυµίας µε άρνηση: µη(ν).



               Å. Η µετοχή

                  Η µετοχή του ενεργητικού ενεστώτα, που τελειώνει σε -οντας, -ώντας χρησιµοποιείται
                  πάντοτε ως επιρρηµατικός προσδιορισµός:

                  α.  τρόπου:          π. χ. Παίζοντας µαθαίνουµε.

                                       Η µετοχή: παίζοντας λέγεται τροπική µετοχή και αναλύεται σε:
                                       1. εµπρόθετο προσδιορισµό:     π. χ. Με παιχνίδι µαθαίνουµε.
                                       2. σε βουλητική πρόταση:       π. χ. Με το να παίζουµε, µαθαίνουµε.

                                       3. σε επίρρηµα:                π. χ. Παιχνιδιάρικα µαθαίνουµε.
                                       4. σε κύρια πρόταση:           π. χ. Παίζουµε και µαθαίνουµε.

                  β. χρόνου:           π. χ. Νυχτώνοντας φτάσαµε.

                                       Η µετοχή: νυχτώνοντας λέγεται χρονική µετοχή και αναλύεται σε:
                                       1. αντίστοιχη χρονική πρόταση:      π. χ. Όταν νύχτωσε, φτάσαµε.

                                       2. σε εµπρ. προσδιορισµό χρόνου:    π. χ. Κατά τη νύχτα φτάσαµε.
                                       3. σε επίρρηµα:                     π. χ. Νυχτιάτικα φτάσαµε.

                  γ. αιτίας:           π. χ.  Αδυνατώντας να συνεχίσω, σταµάτησα.

                                       Η µετοχή: αδυνατώντας λέγεται αιτιολογική και αναλύεται σε:
                                       1. σε αντίστοιχη αιτιολογική πρόταση:

                                                 π. χ. Επειδή αδυνατούσα να συνεχίσω, σταµάτησα.
                                       2. σε εµπρόθετο επιρρηµατικό προσδιορισµό της αιτίας:
                                                 π. χ. Εξαιτίας της αδυναµίας να συνεχίσω, σταµάτησα.

                                                           135
   130   131   132   133   134   135   136   137   138   139   140