Page 98 - ΚΑΡΚΑΝΙΑΣ
P. 98
Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη.
Καληµέρα καµηλιέρη, καµηλιέρη καληµέρα.
Φίλος φίλευε το φίλο, τριαντάφυλλο µε φύλλο.
Μια πάπια, µα ποια πάπια. Μια πάπια µε παπιά.
Ο παπάς, ο παχύς, έφαγε παχιά φακή.
Γιατί, παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή;
Κουκιά βραστά, σκαστά, σπαστά,
µε τη βραστή, σκαστή, σπαστή κουτάλα.
Ο τζίτζιρας ο µίτζιρας, ο τζιτζιµιτζιχότζιρας,
ανέβηκε στη τζιτζιριά, τη µιτζιριά, την τζιτζιµιτζιχοτζιριά,
και έκοψε τα τζίτζιρα, τα µίτζιρα τα τζιτζιµιτζιχότζιρα.
Μα έσπασε η τζιτζιριά, µιτζιριά, η τζιτζιµιτζιχοτζιριά,
και έπεσαν τα τζίτζιρα, τα µίτζιρα τα τζιτζιµιτζιχότζιρα.
Η συκιά µας η διπλή, η διπλογυρι – γυριστή,
κάνει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι – γυριστά.
Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι – γυριστός,
να φάει τα σύκα διπλά, τα διπλογυρι – γυριστά.
98